-
1 χαλινόω
A bridle or bit a horse, X.Cyr.3.3.27, An.3.4.35, HG7.2.21:—[voice] Pass., Id.Eq.5.1, Plb.3.65.6, etc.II metaph., curb, bridle, check,τὴν ναῦν Philostr.VA3.23
; [φόβον, ἐπιθυμίαν] Epicur.Fr. 485; τὴν ὀργήν, τὸν θυμόν, Ps.-Phoc.57, Them.Or.34p.454Dind.;τὸ φιλόφωνον καὶ λάλον Plu.2.967b
;τὴν ἀλογίαν Hierocl. in CA8p.431M.
;τὴν ἑαυτῶν ἀπληστίαν Lib.Or.47.35
:—[voice] Pass., to be bridled, curbed,τῇ φρουρᾷ καὶ τοῖς ὁμήροις Plu.Arat.38
;ὑπὸ τοῦ λόγου Philostr.VA4.30
: abs., to be tongue-tied, Hp.Mul.1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλινόω
См. также в других словарях:
χαλινώνω — χαλινῶ, όω, ΝΜΑ [χαλινός] 1. τοποθετώ χαλινάρι σε άλογο ή σε άλλο υποζύγιο (α. «χαλίνωσε το άλογο» β. «τοὺς ἵππους ἐχαλίνουν», Ξεν.) 2. μτφ. συγκρατώ, αναχαιτίζω, περιορίζω, χαλιναγωγώ (α. «δεν χαλίνωσε τις αδυναμίες του» β. «τὰ πάθη χαλινοῡντες» … Dictionary of Greek